Διαδικασία προσφυγής
Καταγγελία (ανώνυμη ή επώνυμη) προς τον Διευθυντή του Τομέα, τον Πρόεδρο του Τμήματος, την Επιτροπή Δεοντολογίας, τον Αντιπρύτανη Ακαδημαϊκών υποθέσεων, τον Πρύτανη, την Υπουργό Παιδείας, κλπ.
Προσοχή: Μην απευθύνετε τις αιτήσεις προς υπουργούς - δεν είναι υποχρεωμένοι να απαντήσουν! Αντίθετα, γράψτε στο συγκεκριμένο γραφείο (π.χ., Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης, Ειδικό Γραμματέα, κλπ.)
Νομολογία
Καθένας έχει το δικαίωμα να αναφέρεται εγγράφως στις αρχές «οι οποίες είναι υποχρεωμένες να ενεργούν σύντομα κατά τις κείμενες διατάξεις και να απαντούν αιτιολογημένα σε εκείνον, που υπέβαλε την αναφορά, σύμφωνα με το νόμο» (άρθρο 10 του Συντάγματος ν. 1943/1991 άρθρο 5, ν. 2690/1999 άρθρο 4, ν. 3230/2004 άρθρο 11 και ν. 3242/2004 άρθρο 6). Εάν δεν σας απαντήσουν μέσα στο προβλεπόμενο από το νόμο χρονικό διάστημα (50 ημέρες), ο αιτών μπορεί να καταθέσει αίτηση αποζημίωσης στην Ειδική Επιτροπή Εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 5 του Ν 1943/91.
Άρνηση χορήγησης εγγράφων
Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 5 παρ. 1 και 2 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, «κάθε ενδιαφερόμενος έχει το δικαίωμα, ύστερα από γραπτή αίτησή του, να λαμβάνει γνώση των διοικητικών εγγράφων. Ως διοικητικά έγγραφα νοούνται όσα συντάσσονται από τις δημόσιες υπηρεσίες, όπως εκθέσεις, μελέτες, πρακτικά, στατιστικά στοιχεία, εγκύκλιες οδηγίες, απαντήσεις της Διοίκησης, γνωμοδοτήσεις και αποφάσεις».
Σύμφωνα με την από 27/4/2009 Εγκύκλιο του Υπουργού Εσωτερικών Καθηγητή Προκόπη Παυλόπουλου «η υποχρέωση της διοίκησης, αντίστοιχα, για παροχή πληροφόρησης στους πολίτες και τις επιχειρήσεις είναι συνταγματικά θεμελιωμένα δικαιώματα που προϋποθέτουν για την ικανοποίησή τους το δικαίωμα πρόσβασης στα δημόσια έγγραφα (ν. 2690/1999, άρθρο 5), το οποίο συμπληρώθηκε με το δικαίωμα περαιτέρω χρήσης της δημόσιας πληροφορίας (ν. 3448/2006 που ενσωμάτωσε την 2003/98 -L 345/90/31-12-2003- κοινοτική οδηγία)». Στην εγκύκλιο «επισημαίνεται η υποχρέωση των Διοικητικών Αρχών για την πιστή εφαρμογή της εν λόγω εγκυκλίου, δεδομένου ότι κοινός στόχος όλων των δημοσίων υπηρεσιών είναι η αποτελεσματικότερη εξυπηρέτηση των πολιτών και των επιχειρήσεων και η ενίσχυση της διαφάνειας στη δράση της Δημόσιας Διοίκησης για την εμπέδωση της εμπιστοσύνης τους προς αυτή.»
Παρόμοια ήταν η Παρέμβαση του Συνηγόρου του Πολίτη (29.1.2008) προς Πρύτανη Πανεπιστημίου που προφασίστηκε αδυναμία χορήγησης των αιτηθέντων αντιγράφων πρακτικών σε πολίτη και προκάλεσε παρελκυστικές καθυστερήσεις.
[1] http://www.spedekas.gr/portal/gakidis/akyrosiapotelesmatososasymforou.doc
[Σχετική νομολογία]
Άρνηση χορήγησης διοικητικής πράξης
«Όσοι έχουν έννομο συμφέρον μπορούν να υποβάλουν σχετικό υπόμνημα, το οποίο ο Πρύτανης οφείλει να λαμβάνει υπόψη κατά τον έλεγχο νομιμότητας. Σε περίπτωση απόρριψης του σχετικού υπομνήματος, πρέπει να είναι πλήρως αιτιολογημένη η απόρριψη και να ενημερώνεται ο ενδιαφερόμενος.» (υπουργική απόφαση ΦΕΚ 1466/13.8.07 που καθορίζει τις ειδικότερες λεπτομέρειες, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 9 του κεφ. Δ΄ του άρθρου 6 του ν. 2083/1992 όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 3549/2007) http://mkae.mech.ntua.gr/members/08-09-intranet/070813.pdf
«Σε εφαρμογή του γενικού δικαιώματος της αναφοράς αλλά και της αρχής της διαφάνειας και της χρηστής διοίκησης, επιβάλλεται να προβλέπεται διαδικασία ενστάσεων και να μην επαφίεται στη διάκριση των συντακτών της προκήρυξης, των οργάνων επιλογής ή ακόμη και των υπευθύνων της υπηρεσίας πρωτοκόλλου. Σε κάθε περίπτωση όμως, ακόμη κι εάν δεν έχει προβλεφθεί ειδική διαδικασία ενστάσεων, η πρωτοκόλληση και εξέτασή τους αποτελεί υποχρέωση της Διοίκησης απορρέουσα αμέσως από το Σύνταγμα (άρθρο 10) και τον Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας.» Ειδική Έκθεση (2006) του Συνηγόρου του Πολίτη για τις προσλήψεις στο δημόσιο τομέα. http://www.synigoros.gr/reports/eidiki_ek8esh_proslhpseis_ektos_asep.pdf
Ο Συνήγορος του Πολίτη, σε ανάλογη περίπτωση άρνησης χορήγησης διοικητικής πράξης σε πολίτη, τονίζει ότι «Η υποχρέωση της διοίκησης να κοινοποιεί αυτήν καθ’ εαυτήν τη δυσμενή διοικητική πράξη (και όχι απλώς την πληροφορία περί της εκδόσεως αυτής), είναι αυτοδίκαιη». Ταυτόχρονα, ο ΣτΠ επισημαίνει ότι «Η γνωστοποίηση της αιτίας μιας δυσμενούς πράξης, τουλάχιστον ως προς το αν η αιτία αυτή υπήρξε τυπική ή ουσιαστική, οφείλει να είναι σαφής και να μην υποχρεώνει τον διοικούμενο σε επισφαλείς νομικούς συλλογισμούς και πιθανολογήσεις». «Η πρακτική αυτή», συνεχίζει, θα μπορούσε «να θέσει εν κινδύνω την εμπιστοσύνη των πολιτών στην ακεραιότητα και αμεροληψία του όλου στρατολογικού [ή ακαδημαϊκού] μας συστήματος». Τέλος, ο ΣτΠ «καταδικάζει τη πρακτική των στρατολογικών αρχών να μην αιτιολογούν τις αποφάσεις τους» και να αναγκάζουν τον πολίτη, τον οποίον αφορά η δυσμενής πράξη, να εικάσει την αιτιολογία αυτής, ενώ επισημαίνει πως «η ανάγκη διαφάνειας, ως ακρογωνιαίος λίθος της εμπιστοσύνης των πολιτών, παραμένει αδήριτη» (Πόρισμα ΣτΠ 3996.03.2.2 /2.5.03). http://www.omhroi.org/article_1451.htm
«1. Η διοικητική πράξη είναι έγγραφη, αναφέρει την εκδούσα αρχή και τις εφαρμοζόμενες διατάξεις, φέρει δε χρονολογία, καθώς και υπογραφή του αρμόδιου οργάνου. Στην ατομική διοικητική πράξη αναφέρεται, επίσης, η τυχόν δυνατότητα άσκησης της, κατ’ άρθρο 25, ειδικής διοικητικής, ή ενδικοφανούς, προσφυγής, γίνεται δε μνεία του αρμόδιου για την εξέτασή της οργάνου, της προθεσμίας, καθώς και των συνεπειών παράλειψης της άσκησής της.» (άρθρο 16) και «1. Η ατομική διοικητική πράξη πρέπει να περιέχει αιτιολογία, η οποία να περιλαμβάνει τη διαπίστωση της συνδρομής των κατά νόμο προϋποθέσεων για την έκδοσή της. 2. Η αιτιολογία πρέπει να είναι σαφής, ειδική, επαρκής και να προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, εκτός αν προβλέπεται ρητώς στο νόμο ότι πρέπει να περιέχεται στο σώμα της πράξης.» (άρθρο 17, Κώδικας Διοικητικής Διαδικασίας, Ν. 2690/1999).
«Αιτιολογία είναι, γενικά η αναφορά των κανόνων δικαίου που ρυθμίζουν την έκδοση της διοικητικής πράξης και της ερμηνείας τους, της διαπίστωσης ότι συντρέχουν οι πραγματικές και νομικές καταστάσεις ενόψει των οποίων επιβάλλεται ή επιτρέπεται η έκδοση της πράξης κατ’ εφαρμογή των κανόνων αυτών, την εκτίμηση των σχετικών πραγματικών περιστατικών, καθώς και των σκέψεων του διοικητικού οργάνου που οδήγησαν στην έκδοση ή την παράλειψη έκδοσης της διοικητικής πράξης. Κατά γενική άλλωστε αρχή του Διοικητικού Δικαίου, οι ατομικές διοικητικές πράξεις που δημιουργούν δυσμενείς συνέπειες για τους διοικούμενους, πρέπει να αιτιολογούνται. Η αιτιολογία αποτελεί εσωτερικό τύπο της διοικητικής πράξης κατ’ εφαρμογή της αρχής της φανερής δράσης των διοικητικών οργάνων. Με την αιτιολογία η Δημόσια Διοίκηση αποδεικνύει ότι είναι αμερόληπτη και χρηστή και ότι τηρεί την αρχή της νομιμότητας. (Τάχος. Ερμηνεία Κ. Δ. Δ. Εκδόσεις Σάκκουλα). Η υποχρέωση αιτιολογίας συνδέεται τόσο με το δικαίωμα γνώσης των διοικητικών στοιχείων και το δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης όσο και με την αποδεικτική διαδικασία που τηρείται για την έκδοση της διοικητικής πράξης. Η υποχρέωση της αιτιολογίας γενικεύεται και καθιερώνεται ως ουσιώδης τύπος της διαδικασίας. Πρέπει να προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου υπό την έννοια της ρητής και ειδικής αναφοράς στο σώμα της πράξης. Το περιεχόμενο της αιτιολογίας προσδιορίζεται ποσοτικά και ποιοτικά από το γράμμα του νόμου. Απαιτείται δηλαδή να είναι «…σαφής, ειδική και επαρκής…». Άρα δεν μπορεί να είναι ασαφής και αόριστη. Πρέπει να είναι πλήρως πειστική, τόσο ποσοτικά, ως προς την πληρότητα των στοιχείων που δικαιολογούν το περιεχόμενό της, όσο και ποιοτικά, ως προς την αποδεικτική αξία των στοιχείων που επικαλείται. Οφείλει δε να είναι και ποσοτικά και ποιοτικά επαρκής για τη θεμελίωση του περιεχομένου της. Ο Κ.Δ.Δ. ορίζει άλλωστε ότι: «Όταν η διοικητική πράξη εκδίδεται αυτεπαγγέλτως» το βάρος της απόδειξης φέρει η Διοίκηση. Η ελαττωματική αιτιολογία (ανεπαρκής, πλημμελής ή εσφαλμένη) καθιστά τη διοικητική πράξη άκυρη. Γενική και αόριστη αιτιολογία θεωρείται κατά πάγια νομολογία πλημμελής και άρα παράνομη. Τα δικαστήρια ακυρώνουν ως αναιτιολόγητες πράξεις που στερούνται συγκεκριμένης αιτιολογίας η οποία οφείλει να βασίζεται σε ακριβή παράθεση στοιχείων. Χαρακτηριστικά αντιγράφουμε από την ΣτΕ 2732/1990: «Η αιτιολογία όμως αύτη, εν όψει των εις την ως άνω έκθεσιν ελέγχου διαλαμβανομένων, εις την οποίαν, αναφερομένων λεπτομερών στοιχείων ……….είναι πλημμελής διότι είναι γενική και αόριστος, δυναμένη να καλύψει πάσαν κρίσιν και μη αναφερόμενη εις ειδικόν τι στοιχείον, …...... Όθεν, δια τον λόγον τούτον, βασίμως δια της υπό κρίσιν αιτήσεως προβαλλόμενον, η προσβαλλομένη απόφασις είναι ακυρωτέα………» (σελ. 6, καθ. Νομικών Γ. Δανιήλ[1], 2008, www.spedekas.gr/portal/.../akyrosiapotelesmatososasymforou.doc)
Προσοχή: Μην απευθύνετε τις αιτήσεις προς υπουργούς - δεν είναι υποχρεωμένοι να απαντήσουν! Αντίθετα, γράψτε στο συγκεκριμένο γραφείο (π.χ., Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης, Ειδικό Γραμματέα, κλπ.)
Νομολογία
Καθένας έχει το δικαίωμα να αναφέρεται εγγράφως στις αρχές «οι οποίες είναι υποχρεωμένες να ενεργούν σύντομα κατά τις κείμενες διατάξεις και να απαντούν αιτιολογημένα σε εκείνον, που υπέβαλε την αναφορά, σύμφωνα με το νόμο» (άρθρο 10 του Συντάγματος ν. 1943/1991 άρθρο 5, ν. 2690/1999 άρθρο 4, ν. 3230/2004 άρθρο 11 και ν. 3242/2004 άρθρο 6). Εάν δεν σας απαντήσουν μέσα στο προβλεπόμενο από το νόμο χρονικό διάστημα (50 ημέρες), ο αιτών μπορεί να καταθέσει αίτηση αποζημίωσης στην Ειδική Επιτροπή Εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 5 του Ν 1943/91.
Άρνηση χορήγησης εγγράφων
Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 5 παρ. 1 και 2 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, «κάθε ενδιαφερόμενος έχει το δικαίωμα, ύστερα από γραπτή αίτησή του, να λαμβάνει γνώση των διοικητικών εγγράφων. Ως διοικητικά έγγραφα νοούνται όσα συντάσσονται από τις δημόσιες υπηρεσίες, όπως εκθέσεις, μελέτες, πρακτικά, στατιστικά στοιχεία, εγκύκλιες οδηγίες, απαντήσεις της Διοίκησης, γνωμοδοτήσεις και αποφάσεις».
Σύμφωνα με την από 27/4/2009 Εγκύκλιο του Υπουργού Εσωτερικών Καθηγητή Προκόπη Παυλόπουλου «η υποχρέωση της διοίκησης, αντίστοιχα, για παροχή πληροφόρησης στους πολίτες και τις επιχειρήσεις είναι συνταγματικά θεμελιωμένα δικαιώματα που προϋποθέτουν για την ικανοποίησή τους το δικαίωμα πρόσβασης στα δημόσια έγγραφα (ν. 2690/1999, άρθρο 5), το οποίο συμπληρώθηκε με το δικαίωμα περαιτέρω χρήσης της δημόσιας πληροφορίας (ν. 3448/2006 που ενσωμάτωσε την 2003/98 -L 345/90/31-12-2003- κοινοτική οδηγία)». Στην εγκύκλιο «επισημαίνεται η υποχρέωση των Διοικητικών Αρχών για την πιστή εφαρμογή της εν λόγω εγκυκλίου, δεδομένου ότι κοινός στόχος όλων των δημοσίων υπηρεσιών είναι η αποτελεσματικότερη εξυπηρέτηση των πολιτών και των επιχειρήσεων και η ενίσχυση της διαφάνειας στη δράση της Δημόσιας Διοίκησης για την εμπέδωση της εμπιστοσύνης τους προς αυτή.»
Παρόμοια ήταν η Παρέμβαση του Συνηγόρου του Πολίτη (29.1.2008) προς Πρύτανη Πανεπιστημίου που προφασίστηκε αδυναμία χορήγησης των αιτηθέντων αντιγράφων πρακτικών σε πολίτη και προκάλεσε παρελκυστικές καθυστερήσεις.
[1] http://www.spedekas.gr/portal/gakidis/akyrosiapotelesmatososasymforou.doc
[Σχετική νομολογία]
Άρνηση χορήγησης διοικητικής πράξης
«Όσοι έχουν έννομο συμφέρον μπορούν να υποβάλουν σχετικό υπόμνημα, το οποίο ο Πρύτανης οφείλει να λαμβάνει υπόψη κατά τον έλεγχο νομιμότητας. Σε περίπτωση απόρριψης του σχετικού υπομνήματος, πρέπει να είναι πλήρως αιτιολογημένη η απόρριψη και να ενημερώνεται ο ενδιαφερόμενος.» (υπουργική απόφαση ΦΕΚ 1466/13.8.07 που καθορίζει τις ειδικότερες λεπτομέρειες, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 9 του κεφ. Δ΄ του άρθρου 6 του ν. 2083/1992 όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 3549/2007) http://mkae.mech.ntua.gr/members/08-09-intranet/070813.pdf
«Σε εφαρμογή του γενικού δικαιώματος της αναφοράς αλλά και της αρχής της διαφάνειας και της χρηστής διοίκησης, επιβάλλεται να προβλέπεται διαδικασία ενστάσεων και να μην επαφίεται στη διάκριση των συντακτών της προκήρυξης, των οργάνων επιλογής ή ακόμη και των υπευθύνων της υπηρεσίας πρωτοκόλλου. Σε κάθε περίπτωση όμως, ακόμη κι εάν δεν έχει προβλεφθεί ειδική διαδικασία ενστάσεων, η πρωτοκόλληση και εξέτασή τους αποτελεί υποχρέωση της Διοίκησης απορρέουσα αμέσως από το Σύνταγμα (άρθρο 10) και τον Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας.» Ειδική Έκθεση (2006) του Συνηγόρου του Πολίτη για τις προσλήψεις στο δημόσιο τομέα. http://www.synigoros.gr/reports/eidiki_ek8esh_proslhpseis_ektos_asep.pdf
Ο Συνήγορος του Πολίτη, σε ανάλογη περίπτωση άρνησης χορήγησης διοικητικής πράξης σε πολίτη, τονίζει ότι «Η υποχρέωση της διοίκησης να κοινοποιεί αυτήν καθ’ εαυτήν τη δυσμενή διοικητική πράξη (και όχι απλώς την πληροφορία περί της εκδόσεως αυτής), είναι αυτοδίκαιη». Ταυτόχρονα, ο ΣτΠ επισημαίνει ότι «Η γνωστοποίηση της αιτίας μιας δυσμενούς πράξης, τουλάχιστον ως προς το αν η αιτία αυτή υπήρξε τυπική ή ουσιαστική, οφείλει να είναι σαφής και να μην υποχρεώνει τον διοικούμενο σε επισφαλείς νομικούς συλλογισμούς και πιθανολογήσεις». «Η πρακτική αυτή», συνεχίζει, θα μπορούσε «να θέσει εν κινδύνω την εμπιστοσύνη των πολιτών στην ακεραιότητα και αμεροληψία του όλου στρατολογικού [ή ακαδημαϊκού] μας συστήματος». Τέλος, ο ΣτΠ «καταδικάζει τη πρακτική των στρατολογικών αρχών να μην αιτιολογούν τις αποφάσεις τους» και να αναγκάζουν τον πολίτη, τον οποίον αφορά η δυσμενής πράξη, να εικάσει την αιτιολογία αυτής, ενώ επισημαίνει πως «η ανάγκη διαφάνειας, ως ακρογωνιαίος λίθος της εμπιστοσύνης των πολιτών, παραμένει αδήριτη» (Πόρισμα ΣτΠ 3996.03.2.2 /2.5.03). http://www.omhroi.org/article_1451.htm
«1. Η διοικητική πράξη είναι έγγραφη, αναφέρει την εκδούσα αρχή και τις εφαρμοζόμενες διατάξεις, φέρει δε χρονολογία, καθώς και υπογραφή του αρμόδιου οργάνου. Στην ατομική διοικητική πράξη αναφέρεται, επίσης, η τυχόν δυνατότητα άσκησης της, κατ’ άρθρο 25, ειδικής διοικητικής, ή ενδικοφανούς, προσφυγής, γίνεται δε μνεία του αρμόδιου για την εξέτασή της οργάνου, της προθεσμίας, καθώς και των συνεπειών παράλειψης της άσκησής της.» (άρθρο 16) και «1. Η ατομική διοικητική πράξη πρέπει να περιέχει αιτιολογία, η οποία να περιλαμβάνει τη διαπίστωση της συνδρομής των κατά νόμο προϋποθέσεων για την έκδοσή της. 2. Η αιτιολογία πρέπει να είναι σαφής, ειδική, επαρκής και να προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, εκτός αν προβλέπεται ρητώς στο νόμο ότι πρέπει να περιέχεται στο σώμα της πράξης.» (άρθρο 17, Κώδικας Διοικητικής Διαδικασίας, Ν. 2690/1999).
«Αιτιολογία είναι, γενικά η αναφορά των κανόνων δικαίου που ρυθμίζουν την έκδοση της διοικητικής πράξης και της ερμηνείας τους, της διαπίστωσης ότι συντρέχουν οι πραγματικές και νομικές καταστάσεις ενόψει των οποίων επιβάλλεται ή επιτρέπεται η έκδοση της πράξης κατ’ εφαρμογή των κανόνων αυτών, την εκτίμηση των σχετικών πραγματικών περιστατικών, καθώς και των σκέψεων του διοικητικού οργάνου που οδήγησαν στην έκδοση ή την παράλειψη έκδοσης της διοικητικής πράξης. Κατά γενική άλλωστε αρχή του Διοικητικού Δικαίου, οι ατομικές διοικητικές πράξεις που δημιουργούν δυσμενείς συνέπειες για τους διοικούμενους, πρέπει να αιτιολογούνται. Η αιτιολογία αποτελεί εσωτερικό τύπο της διοικητικής πράξης κατ’ εφαρμογή της αρχής της φανερής δράσης των διοικητικών οργάνων. Με την αιτιολογία η Δημόσια Διοίκηση αποδεικνύει ότι είναι αμερόληπτη και χρηστή και ότι τηρεί την αρχή της νομιμότητας. (Τάχος. Ερμηνεία Κ. Δ. Δ. Εκδόσεις Σάκκουλα). Η υποχρέωση αιτιολογίας συνδέεται τόσο με το δικαίωμα γνώσης των διοικητικών στοιχείων και το δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης όσο και με την αποδεικτική διαδικασία που τηρείται για την έκδοση της διοικητικής πράξης. Η υποχρέωση της αιτιολογίας γενικεύεται και καθιερώνεται ως ουσιώδης τύπος της διαδικασίας. Πρέπει να προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου υπό την έννοια της ρητής και ειδικής αναφοράς στο σώμα της πράξης. Το περιεχόμενο της αιτιολογίας προσδιορίζεται ποσοτικά και ποιοτικά από το γράμμα του νόμου. Απαιτείται δηλαδή να είναι «…σαφής, ειδική και επαρκής…». Άρα δεν μπορεί να είναι ασαφής και αόριστη. Πρέπει να είναι πλήρως πειστική, τόσο ποσοτικά, ως προς την πληρότητα των στοιχείων που δικαιολογούν το περιεχόμενό της, όσο και ποιοτικά, ως προς την αποδεικτική αξία των στοιχείων που επικαλείται. Οφείλει δε να είναι και ποσοτικά και ποιοτικά επαρκής για τη θεμελίωση του περιεχομένου της. Ο Κ.Δ.Δ. ορίζει άλλωστε ότι: «Όταν η διοικητική πράξη εκδίδεται αυτεπαγγέλτως» το βάρος της απόδειξης φέρει η Διοίκηση. Η ελαττωματική αιτιολογία (ανεπαρκής, πλημμελής ή εσφαλμένη) καθιστά τη διοικητική πράξη άκυρη. Γενική και αόριστη αιτιολογία θεωρείται κατά πάγια νομολογία πλημμελής και άρα παράνομη. Τα δικαστήρια ακυρώνουν ως αναιτιολόγητες πράξεις που στερούνται συγκεκριμένης αιτιολογίας η οποία οφείλει να βασίζεται σε ακριβή παράθεση στοιχείων. Χαρακτηριστικά αντιγράφουμε από την ΣτΕ 2732/1990: «Η αιτιολογία όμως αύτη, εν όψει των εις την ως άνω έκθεσιν ελέγχου διαλαμβανομένων, εις την οποίαν, αναφερομένων λεπτομερών στοιχείων ……….είναι πλημμελής διότι είναι γενική και αόριστος, δυναμένη να καλύψει πάσαν κρίσιν και μη αναφερόμενη εις ειδικόν τι στοιχείον, …...... Όθεν, δια τον λόγον τούτον, βασίμως δια της υπό κρίσιν αιτήσεως προβαλλόμενον, η προσβαλλομένη απόφασις είναι ακυρωτέα………» (σελ. 6, καθ. Νομικών Γ. Δανιήλ[1], 2008, www.spedekas.gr/portal/.../akyrosiapotelesmatososasymforou.doc)